- τρυφᾶς
- τρυφᾶ̱ς , τρυφάωlive softlypres ind act 2nd sg (doric)τρυφήsoftnessfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυφᾷς — τρυφάω live softly pres subj act 2nd sg τρυφάω live softly pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφάς — τρυφά̱ς , τρυφή softness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφή — η, ΝΜΑ 1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.) 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία μσν. αρχ. χαρά, ευχαρίστηση αρχ. 1. η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα … Dictionary of Greek